Πρόταση μομφής
2019-09-10 07:05
Αυτό το άρθρο είναι μια μικρή εξομολόγηση. Και ο παπάς είστε εσείς, οι αναγνώστες. Εσείς θα κρίνετε ποια πρέπει να είναι η «θεραπεία» για τα κρίματα που θα σας πω, εδώ, από αυτό το φιλόξενο βήμα, ευλαβικά γονατισμένος κάτω από το πετραχήλι της «Εκκλησίας του Δήμου».
Προσπαθώ να ανιχνεύσω το επίπεδο της αξιοσύνης μας. Και δεν μπορώ να το ποσοτικοποιήσω κατά τρόπο επαρκή και αξιόπιστο. Δεν μπορώ, διότι παρενοχλείται η αναλυτική μου ικανότητα από τον βόμβο του πολιτικού χάους που επικρατεί. Το χάος ετούτο (που δημιουργήθηκε μετά το 1960, παγιώθηκε μετά τη συντριβή του 1974 και γιγαντώθηκε επικίνδυνα μετά το δημοψήφισμα του 2004) θέλει να παγιώσει μια μόνιμη αμφισβήτηση των παραδοσιακών συστημάτων αναφοράς της κυπριακής κοινωνίας. Και την παράδοση εγώ την αντιλαμβάνομαι ως μια συνεκτική και δημιουργική ύλη των γεγονότων που καθόρισαν την ταυτότητά μας μέσα στην ιστορία. Η παράδοση είναι η σκάφη που μέσα της πλάθονται τα συστατικά που θα φτιάξουν το ψωμί που θα θρέψει τον λαό τις στιγμές του ζόφου και της αγωνίας. Γι’ αυτό και η παράδοση διεκδικεί για λογαριασμό της τον αλάθητο λόγο, τον νουνεχή και τον συμπυκνωμένο με τη σοφία των ανθρώπων που πέρασαν.
Η χαοτική πολιτική κατάσταση, που εξειδικεύεται στην αδυναμία κατάθεσης της πίστης μας στον κοινό αγώνα, οξύνθηκε ακόμη περαιτέρω από την προσπάθεια εκείνων των πολιτικών ή των ομάδων που θέλησαν να εκμεταλλευτούν τη ρευστότητα και την αμφισβήτηση προς όφελός τους. Επειδή τις περισσότερες φορές η δράση αυτών των προσώπων ή ομάδων υπήρξε ιδιαιτέρως επιπόλαιη και στρεψόδικη, προκλήθηκε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση. Οι πολλές και άκριτες αναθεωρήσεις οδήγησαν σε αυτοαναιρέσεις και οι αλόγιστες προσαρμογές χωρίς να επεξηγείται η «πολιτική ουσία» αυτών των προσαρμογών οδήγησε σε μονομανίες και φανατισμούς που δεν μπορούν πλέον να αναχαιτιστούν από τον Λόγο. Όπως αντιλαμβάνεται ο επαρκής αναγνώστης, υπό αυτό το τόσο αρνητικό κλίμα, αληθινή πολιτική δεν μπορεί να γίνει.
Με αυτό το άρθρο δεν επιθυμώ να στοχοποιήσω κανέναν. Ούτε πολιτικούς -άλλωστε ποτέ δεν ήμουν οπαδός των κελευσμάτων της μόδας- ούτε πολίτες. Τότε; Σε ποιον απευθύνεται η μομφή;
Επιτρέψτε μου να εξηγηθώ μέσω ενός μύθου του Αισώπου. Στον μύθο με το λιοντάρι και τους ταύρους, ο Αίσωπος μας παρουσιάζει ένα λιοντάρι που λιγουρευόταν μερικούς ταύρους, αλλά επειδή δεν μπορούσε να τους νικήσει όσο ήταν ενωμένοι, σκέφτηκε να τους διχάσει (με δόλο), ώστε αυτοί να απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλο. Πράγματι, αυτό συνέβη. Και το λιοντάρι κατάφερε και τους έφαγε όλους έναν - έναν.
Ο κυπριακός λαός μέχρι το 1955 παρουσίαζε μιαν αξιοθαύμαστη ενότητα. Μαχόταν σαν ένα σώμα, σαν μια ψυχή. Ήταν η μονιασμένη ομάδα των ταύρων της ιστορίας του Αισώπου. Μετά, όμως, έγινε το κακό. Το δολερό σκήπτρο της διχόνοιας -κατά τα λόγια του εθνικού μας ποιητή Δ. Σολωμού- άρχισε να αλλάζει χέρια με ταχύτητα φωτός. Και ήταν ακριβώς τότε που ενεφανίσθησαν οι προκαταλήψεις και οι αγκυλώσεις που καθορίζουν μέχρι και σήμερα την πολιτική ζωή του τόπου. Και το λιοντάρι ευφραίνεται, αφού το εύκολο γεύμα είναι μπροστά του ωραίο και αχνιστό, μα πάνω απ’ όλα αβοήθητο και ανυποψίαστο.
Όμως, για να πετύχεις ώστε η διχόνοια να γίνει καθημερινότητα σε έναν ολόκληρο λαό, απαιτείται κόπος πολύς. Απαιτείται η εφαρμογή μιας επικίνδυνης ολοκληρωτικής δημοκρατίας που βασίζεται στην τροποποίηση και στην καθήλωση της συλλογικής βούλησης, μέσω μιας «εκπαιδευτικής δικτατορίας». Πρόκειται για το δόγμα του σοκ που λέγεται με τον κομψότερο τρόπο ως η εποχή του «politically correct». Είναι οι σύγχρονες εικόνες που προβάλλονται στο πλατωνικό σπήλαιο του 21ου αιώνα από τους σύγχρονους θαυματοποιούς.
Αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία είναι έξυπνη, διαβασμένη και χωρίς φραγμούς. Πάντα προσπαθεί να επελαύνει και να αυτοσυντηρείται. Γνωρίζει, για παράδειγμα (μεταξύ πολλών άλλων), τις διδαχές του Rousseau περί της συλλογικής βουλήσεως (volonte generale) που αναφέρουν ότι το άθροισμα των επιμέρους απόψεων των πολλών, υπό ορισμένες συνθήκες, είναι χρησιμότερο για το κοινό συμφέρον απ’ ό,τι η άποψη των λίγων και εκλεκτών. Και αφού τις γνωρίζει, προσπαθεί να τις πολεμήσει. Προέκταση αυτής της σκέψης του Rousseau αποτελεί το αξίωμα ότι οι ακραίες θέσεις, συν τω χρόνω, αλληλοαναιρούνται χωρίς να συνυπολογίζονται στην τελική λήψη της απόφασης. Από την άλλη, ο Αριστοτέλης εξαίρει την ατομική συνεισφορά του καθενός, αναφέροντας ότι το κοινό συμφέρον δεν προκύπτει αυτόματα, αλλά μόνον όταν το πλήθος των πολιτών συνεισφέρει στη συλλογική εκδήλωση της βούλησής του, με την κατάθεση της αρετής και της φρόνησης του κάθε πολίτη. Και τούτο, όμως, το γνωρίζει η εκπαιδευτική δικτατορία. Και πάλι προσπαθεί να το πολεμήσει.
Η εκπαιδευτική δικτατορία, λοιπόν, μέσω των πολυβολείων των ΜΜΕ, μέσω της κακής παιδείας και -οψίμως- μέσω των Μέσων Μαζικής Δικτύωσης, προσπαθεί να τραβήξει από τα μαλλιά την ευνοϊκή -για εκείνη- ιστορική συγκυρία και να εγκαθιδρύσει ένα σατανικό matrix που θα διαδραματίζει τον μεγαλύτερο τερμίτη της κοινωνίας μας. Ακριβώς επειδή έχει εντρυφήσει στην ψυχολογία, από τη μια θα καλλιεργεί στο πλήθος την «αρετή» της δουλοφροσύνης και, από την άλλη, θα υποθάλπει, στο ίδιο ακριβώς πλήθος, την εμφύλια διαμάχη για την επικράτηση της μιας κοινωνικής ομάδας εναντίον της άλλης.
Η εξομολόγησή μου επιστρέφει στην παράδοση. Ο θρεπτικός χυμός της συσσωρεύτηκε μέσα από φοβερές δυσχέρειες και μέσα από σκληρές δοκιμασίες του λαού μας. Τον χυμό της παράδοσης εμείς τον πίνουμε άκοπα, αφού έφτασε ως εμάς χωρίς εμάς. Αυτή είναι μια στιγμή μεγάλης αμηχανίας. Αν δεν το συνειδητοποιήσουμε, θα οδηγηθούμε μοιραία στον πνευματικό αποδεκατισμό, καθώς παρασυρόμαστε από τα ρεύματα της ζωής χωρίς ερείσματα, χωρίς σχεδία σωτηρίας και, δυστυχώς, χωρίς σχέδιο. Και φτάσαμε στο σημείο να επιβεβαιώνουμε τον αρχαίο φιλόσοφο Ηράκλειτο, που έλεγε ότι, για τους πολλούς, αυτός ο υπέροχος κόσμος έγινε όμοιος με έναν σωρό από κοπριά, χυμένος στην τύχη.